Στον «πόλεμο» που εξελίσσεται καθημερινά στα τμήματα επειγόντων περιστατικών των νοσοκομείων κατά την εφημερία, οφείλονται οι περισσότερες ιατρικές υποθέσεις που καταλήγουν στα Δικαστήρια.
Οι απαράδεκτες συνθήκες των εφημεριών των νοσοκομείων, σε ένα σύστημα υγείας με εξαιρετικές δυσκολίες πρόσβασης – ώστε λιγότεροι ασθενείς να χρειάζεται να καταφύγουν στην εφημερία για την περίθαλψή τους – οδηγεί τους γιατρούς να παρέχουν τις υπηρεσίες τους υπό ασφυκτική πίεση.
Έτσι, στην περίπτωση που το αποτέλεσμα δεν είναι το αναμενόμενο ή το προσδοκώμενο, τότε οι ασθενείς ή οι συγγενείς τους, απευθύνονται στη Δικαιοσύνη για την επίλυση της διαφοράς.
Όμως οι ασθενείς ή οι συγγενείς τους έχουν 8 χρόνια στη διάθεσή τους μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση από όλες τις βαθμίδες των Δικαστηρίων, διαφορετικά το αδίκημα – αν έχει υπάρξει – παραγράφεται.
Και αυτό αφορά την προσφυγή κατά των γιατρών, όπου οι τελευταίοι υποχρεούνται να αποδείξουν ότι δεν έκαναν ιατρικό λάθος.
Τελικά όμως, το 60% των αποφάσεων σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι καταδικαστικές, όμως στο εφετείο, το 50% αυτών καταλήγουν αθωωτικές.
Δικαστικοί και γιατροί έχουν κοινά. Από αυτούς εξαρτάται η ζωή των ανθρώπων, καθώς το σφάλμα τους μπορεί να κοστίσει μια ζωή

O υπουργός Δικαιοσύνης Γ. Φλωρίδης κατά την ομιλία του στην ημερίδα του ΠΙΣ
Τα παραπάνω τονίσθηκαν στη διάρκεια ημερίδας του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου με τίτλο «Ιατρική ευθύνη 2.0: Αργή Δικαιοσύνη, Γρήγορη Τεχνολογία», που πραγματοποιήθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη.
Καθώς το μεγαλύτερο πρόβλημα στις δικαστικές υποθέσεις υπηρεσιών υγείας, είναι η προδικαστική διαδικασία, κατά την ομιλία του ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης προανήγγηλε τη δημιουργία Ομάδας Εργασίας με τη συμμετοχή ιατροδικαστών, δικηγόρων και γιατρών, ώστε το Φθινόπωρο, να έχει ψηφιστεί ένα από τα πιο σύγχρονα συστήματα εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, παρουσία δικαστών όμως, προκειμένου να υπάρχει δυνατότητα παρέμβασης, ώστε να υπάρχει επίλυση της υπόθεσης εντός εξαμήνου.
Ιατροδικαστική ασάφεια
Κατά την ομιλία του, ο πρόεδρος του ΠΙΣ Αθαν. Εξαδάκτυλος επισημαίνοντας ότι οι Έλληνες γιατροί είναι από τους καλύτερα προστατευμένους, επεσήμανε ότι όταν στην απόσταση μεταξύ γιατρών – ασθενών η σχέση γίνεται τριγωνική με την είσοδο της Δικαιοσύνης, τότε υπάρχει πρόβλημα. Φέρνοντας ως παράδειγμα την τηλεϊατρική, είπε ότι εκεί η ευθύνη επιμερίζεται μεταξύ του χειριστή του συστήματος, του γιατρού και του ασθενή, ο οποίος επιτρέπει στο γιατρό να χρησιμοποιήσει το σύστημα της τηλεϊατρικής.
Και φτάνοντας στη Δικαιοσύνη, ο δικαστής που κρίνει το γιατρό, έχει μπροστά του τους αντιδίκους και τον ιατροδικαστή, ο οποίες ενώ έχει εκπαιδευτεί επί των μη ζώντων, βγάζει πορίσματα και επί ζωντανών.
Για το θέμα, ο υπουργός Δικαιοσύνης Γ. Φλωρίδης σημείωσε ότι η ιατρική ευθύνη είναι από τα πιο δύσκολα επιστημονικά και νομικά ζητήματα. Τόνισε όμως ότι η Ιατροδικαστική Υπηρεσία, τα τελευταία χρόνια, ήταν τύποις υπηρεσία. Υπήρχαν μονάδες ανά τη χώρα απολύτως αυτονομημένες, δεν υπήρχε διοικητικό σύστημα με δομή και ιεραρχία.
Έτσι, σοβαρές υποθέσεις έφταναν στα τηλεπαράθυρα, με το ενδεχόμενο ποινικής δίωξης στους ιατροδικαστές που δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους. Όμως το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν είχε γραφείο για τους ελέγχους. Μόλις τον Φεβρουάριο οργανώθηκε η ιατροδικαστική υπηρεσία και σήμερα έχει Γενική Διεύθυνση και δομή για να διοικείται πλέον.
Επιπλέον, δεν υπήρχε πρωτόκολλο να καθορίζει τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει μια ιατροδικαστική έκθεση, γιατί η παράλειψη μπορεί να έχει γίνει από αμέλεια, μπορεί όμως και επίτηδες.
«Νομοθετήσαμε τριμελή επιτροπή από ιατροδικαστές, σε περίπτωση αμφισβήτησης του πορίσματος κάποιου ιατροδικαστή.
Η εικόνα αυτής της υπηρεσίας είναι η χειρότερη δυνατή σε σχέση με την αποστολή της, καθώς από τη λειτουργία της κρίνονται πάρα πολλές υποθέσεις», είπε ο υπουργός.
Στο Δικαστήριο
Η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Θεσσαλονίκης και Διευθύντρια Κατάρτισης και Επιμόρφωσης Δικαστικών Υπαλλήλων της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών Σοφία Μαντζακίδου, επεσήμανε ότι όλοι οι δικαστές αισθάνονται άβολα όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με μια πλημμελή ιατρική διάγνωση, πλημμελή θεραπευτική αγωγή και παρακολούθηση με αποτέλεσμα τη σωματική βλάβη ή τον θάνατο, ιδίως ύστερα από επέμβαση.
Το πρόβλημα στην ιατρική δεν είναι άσπρο – μαύρο, υπάρχουν διαφόρων παραγόντων παθογένειες, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη δυσχέρεια να ανάβει κάποιος την ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη. Και ο λόγος είναι ότι για το ίδιο θέμα οι ιατρικές εκτιμήσεις μπορούν να είναι εντελώς διαφορετικές. Ή η γλώσσα των πραγματογνωμόνων μπορεί είναι εντελών ασαφής, συμπέρασμα δεν υπάρχει αν πρέπει να γίνει ποινική δίωξη και επομένως, ο δικαστής βρίσκεται στο χάος.
Εξηγώντας ότι η προδικαστική διαδικασία είναι η πιο χρονοβόρα, η κ. Μαντζακίδου σημείωσε ότι στα ποινικά δικαστήρια, η τελεσίδικη απόφαση συνήθως φτάνει στην 7ετία αν πρόκειται για ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη εξ αμελείας, διαφορετικά, στα 8 χρόνια παραγράφεται. Και ο λόγος είναι ότι χρειάζονται 4-5 χρόνια ποινική διαδικασία, άλλα 2 χρόνια για το πρωτοβάθμιο ποινικό δικαστήριο, και άλλον ένα χρόνο στο εφετείο.
Αν καθυστερήσει στο γράψιμο, για αναίρεση στον Άρειο Πάγο θα πρέπει να γίνει επίσπευση, γιατί θα παραγραφεί εκεί.
Κατά τη δικαστική διαδικασία πάρα πολλές καταθέσεις είναι αντικρουόμενες. Το αποτέλεσμα είναι στα Δικαστήρια της Θεσσαλονίκης, το 80% των περιπτώσεων προέρχονται από ΤΕΠ σε μέρες γενικής εφημερίας, με το 60% των αποφάσεων σε πρωτοβάθμιο επίπεδο είναι καταδικαστικές και στο Εφετείο, το 50% αθωωτικές.
Συνεργασία εξουσιών
Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας (ΣτΕ) Μιχαήλ Πικραμένος, τόνισε την ανάγκη συνεργασίας μεταξύ της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής λειτουργίας και υπογράμμισε ότι το κοινό μεταξύ δικαστών και γιατρών είναι ότι από αυτούς εξαρτάται η ζωή των ανθρώπων καθώς το σφάλμα τους μπορεί να κοστίσει μια ζωή, από την επαγγελματική και οικονομική ζωή και ανάπτυξη του ανθρώπου, μέχρι την υγεία του.
Μπορεί ένα δικαστήριο να θεραπεύσει ένα σφάλμα, όμως στην περίπτωση του γιατρού, μπορεί να μην μπορεί ένας άλλος γιατρός να θεραπεύσει τον ασθενή.
Υπογράμμισε ότι σε πολλές περιπτώσεις οι γιατροί κατηύθυναν τη χώρα ως σύμβουλοι της Πολιτείας, γιατί η πολιτική εξουσία δεν έχει ευχέρεια να παρεκκλίνει από συστάσεις ειδικών και το Συμβούλιο Επικρατείας δεσμεύεται από τις τεχνικές κρίσεις.
Τόνισε έτσι, ότι δικαστικοί και γιατροί «έχουμε την ευθύνη που μας αναλογεί απέναντι στο κοινωνικό σύνολο ιδίως αν μας συνοδεύουν ιδιότητες και τίτλοι» και αναφέρθηκε σε καθηγητές Πανεπιστημίων που επέλεξαν δικαστικές αποφάσεις που δεν τους αρέσουν και τις παρουσίασαν στην κοινωνία, προκαλώντας κρίση δημόσιας εμπιστοσύνης.
Από την πλευρά του, ο βουλευτής Αθηνών και π. Υπουργός Υγείας, δικηγόρος Θάνος Πλεύρης, εστιάζοντας στην τηλεϊατρική και την εμπιστοσύνη στις νέες τεχνολογίες, υπογράμμισε την ανάγκη ρυθμιστικού πλαισίου καθώς δεν είναι δυνατόν να υπάρχει ίδια ευθύνη της κλινικής εικόνας μέσω διαδικτύου και ιατρείου.
Αν δε, υπάρχει σύνδεση για τη διενέργεια μιας ιατρικής πράξης μεταξύ Λονδίνου, Αθήνας και Σαουδικής Αραβίας, τότε πρέπει να ξεκαθαριστεί ποιο δίκαιο θα είναι εφαρμοστέο.
Τόνισε μάλιστα ότι «όταν πάμε να προστατεύσουμε τα δικαιώματα των ασθενών, πρέπει να αποφύγουμε να οδηγηθούμε σε αμυντική ιατρική. Δεν θέλουμε γιατρούς φοβισμένους, που απλά θα έχουν διασφαλίσει την αποδεικτική διαδικασία στην περίπτωση που βρεθούν να πρέπει να αποδείξουν τα απολύτως τυπικά. Θέλουμε γιατρούς να μπορούν να αναλάβουν και ένα ρίσκο για το καλό του ασθενούς».
Λεπτομερής ενημέρωση για συναίνεση
Ο κ. Πλεύρης στάθηκε επίσης στην ενημερωμένη συναίνεση του ασθενή, λέγοντας ότι πολλές φορές οι υποθέσεις καταλήγουν στα δικαστήρια, όταν κατά βάση ο ασθενής περιμένει κάτι θετικό, όπως οι υποθέσεις κύησης ή πλαστικής αισθητικής χειρουργικής – επέμβαση την οποία μπορεί να αποφύγει. Όταν πρόκειται για βαριά ογκολογικά περιστατικά, οι ασθενείς δεν μπαίνουν σε διαδικασία αναζήτησης.
Εδώ ο γιατρός οφείλει να ενημερώσει λεπτομερώς τον ασθενή για τους κινδύνους, καθώς η στάθμιση των αποτελεσμάτων θα πρέπει να αποβαίνει προς όφελος του ασθενούς.
Παρουσιάζοντας τα συμπεράσματα της ημερίδας, ο Γενικός Γραμματέας του ΠΙΣ, οφθαλμίατρος, Δημήτρης Βαρνάβας επανέλαβε τη δήλωση του προέδρου του Συλλόγου Αθ. Εξαδάκτυλου ότι η απόφαση του υπουργείου Υγείας για την τηλεϊατρική θα προσβληθεί στο ΣτΕ καθώς «τα τινάζει όλα στον αέρα» και «όλα μπορούν να γίνουν χωρίς κανόνες», μέχρι όμως να εκδοθεί η απόφαση, θα εξακολουθεί η εμπρηστική διαδικασία που η απόφαση υιοθετεί, «με κίνδυνο να προκαλέσει γεγονότα που θα είναι δύσκολο να αναιρεθούν».
Ο κ. Βαρνάβας στάθηκε στην απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης να τεθούν κανόνες για την προδικαστική διαδικασία και τη δημιουργία γνωμοδοτικών συμβουλίων, με τη συνεργασία του ΠΙΣ, έθεσε θέμα εκπαίδευσης των πραγματογνωμόνων και καθιέρωση ενιαίων κανόνων λειτουργίας, ενώ σημείωσε ότι τα μεν ιατρικά πρωτόκολλα πρέπει να επεκταθούν «σε όλο το εύρος της ιατρικής πραγματικότητας, αλλά ως οδηγοί, χωρίς να απαγορεύουν στον γιατρό να κινηθεί και να παρεκκλίνει».
Σε ότι αφορά την τεχνητή νοημοσύνη, σημείωσε ότι θα πρέπει να πάει παράλληλα με τον ψηφιακό αναλφαβητισμό που υπάρχει. Όμως συμπλήρωσε ότι «Ζητάμε σε αναλφάβητους να γράψουν λογοτεχνήματα. Πρέπει να υπάρξει σύγκλιση». Και τόνισε ότι ο ΠΙΣ θα πρέπει να επενδύσει στην εκπαίδευση και απαλοιφή του ψηφιακού αναλφαβητισμού.